Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Το πρώτο χρέος

«Το πρώτο σου χρέος εκτελώντας τη θητεία σου στην ράτσα είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίζεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στον γιό σου την μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει».

Ν. Καζαντζάκης, Ασκητική.


Μια μέρα σαν κι αυτή, για να νιώσεις λοιπόν τους προγόνους σου δεν υπάρχει καλύτερο από την προσφυγή στα αθάνατα δημοτικά μας τραγούδια για να προσπαθήσεις να βιώσεις την ατμόσφαιρα της δημιουργίας τους. ‘Eνα αρχαίο παραμύθι που μένει αναλλοίωτο μέσα στον χρόνο, ερχόμενο κατευθείαν από τα ομηρικά έπη, ιερό κειμήλιο ενός θησαυρού που σαν φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και απλοκαμιέται στα κλαριά και συνιστά «χειμάρρους αφρισμένους, εκρέοντες όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλ’ από τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου».

Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφταις να γενήτε,
νεμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφταις!
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε,
ολημερίς 'ς τον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα 'ς τους κλέφταις καπετάνιος.
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,
τον ύπνο δεν έχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα,
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα,
και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.

Χωρίς υπερβολές, φανφάρες, κενά λόγια και ευχολόγια υποκρισίας, με απόλυτο σεβασμό στην θυσία, κλείνουμε ευλαβικά το γόνυ της ασημαντότητάς μας μπροστά στις τεράστιες προσωπικότητες των αγωνιστών της κλεφτουριάς, απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας μιας άλλης εποχής τόσο ξένης με τη δικής μας, όσο ξένοι είμαστε εμείς προς την άδολη αγάπη που έδειξαν εκείνοι χωρίς πολύ σκέψη για την Πατρίδα και την Λευτεριά και κυρίως το ασυμβίβαστο, ανυπότακτο φρόνημά τους που έγινε φάρος αισιοδοξίας, μαχητικότητας, αυτοθυσίας που ξεπέρασε τα γεωγραφικά σύνορα της εποχής αλλά και τα χρονικά πλαίσια, υψώνοντας την στην σφαίρα του ιδανικού. Δεν θα εστιάσουμε όμως στον απαράμιλλο ηρωισμό εκείνων για τον οποίο θα μιλήσουν οι πολλοί. Γιατί ήταν κι αυτοί άνθρωποι με τις αγωνίες τους, τους αγαπημένους τους, τα πάθη και τις αδυναμίες τους, την αγάπη για την ζωή, δεν ήταν υπεράνθρωποι, ίσα ίσα που ήταν αγράμματοι ξωμάχοι μιας πολύ δύσκολης εποχής. Ήταν όμως κουβαλητές μιας αιμάτινης σκυτάλης που όταν οι συγκυρίες το απαίτησαν στάθηκαν στο ύψος της ράτσας όπως πολλοί πριν από αυτούς αλλά και κατόπιν. Δεν επέλεξαν να ζήσουν «ευτυχισμένοι» αλλά αντίθετα βάδισαν τον δύσκολο μονοπάτι και βιώσαν την τραγικότητα των καταστάσεων, δηλαδή του πόνου, της κακουχίας, των ακραίων καταστάσεων, της απώλειας.


Φάτε και πιέτε, βρε παιδιά, χαρήτε να χαρούμε,
κ' εγώ δεν έχω τίποτε παρά είμαι λαβωμένος.
Πικρή που είναι η λαβωματιά, φαρμακερό είν' το βόλι!
Για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς τον άη Θανάση,
που ναι τα δέντρα τα δασιά με τους παχείς τους ήσκιους.
Κόφτε κλαριά και στρώστε μου, κλαριά να με σκεπάστε,
και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παρεθύρι,
να μπαιζοβγαίνη το πουλί, να φέρνη τα χαμπέρια.


Μακριά από τις αστικοφιλελεύθερες συνήθειες απόδοσης τιμής, ουσιαστικά μια θλιβερής αναγκαστικής αναφοράς προκειμένου να δρέψουν λίγο λάμψη από την ανυπέρβλητη αντρεία εκείνων και κομπορρημοσύνη της δήθεν ιστορικής συνέχειας αυτών των «λίγων» από την γενιά εκείνων. Θα ακούσουμε να μιλήσουν για εκείνους αυτοί που δεν είναι άξιοι και ικανοί να πράξουν το πρώτο απλό κι εύκολο βήμα μιας επανάστασης που είναι το ν’ αλλάξεις άποψη για το πώς βλέπεις τα πράγματα και ότι υπάρχει μια άλλη οπτική που ποτέ δεν σου παρουσιάστηκε. Θα μιλήσουν οι νεοραγιάδες όλων των κομματικών αποχρώσεων. Δεν θυσιάστηκαν εκείνοι για να γίνουν κάδρα σε μουχλιασμένες σχολικές αίθουσες για μιαν ημέρα και ύστερα γοργά να ξανακλειστούν στα ντουλάπια της λησμονιάς.

Ακόμη πιο μακριά από ανιστόρητους ειδικούς, περισπούδαστους μπουρδολόγους, ημιμαθείς αναλυτές, ανερμάτιστους μίσθαρνους λογοκόπους, συμπλεγματικούς εθνομηδενιστές, που με θράσος χιλίων πιθήκων θα βγουν τέτοιες μέρες, όπως τα σκουλήκια μετά την βροχή, να ξεράσουν την χολή τους και να δικαιολογήσουν την μίζερη ύπαρξή τους, προσπαθώντας να μειώσουν την σημασία των γεγονότων και κατά συνέπεια την αξία της προσφοράς εκείνων που πρωτοστάτησαν σ' αυτά.

Παιδιά μου μη μ' αφήνετε 'ς τον έρημο τον τόπο,
εδώ 'ναι αρκούδια που με τρων και λύκοι με ξεσκίζουν
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς την κρύα βρύση,
που ναι τα δέντρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήση,
για να του πω τα κρίματα, όσά χω καμωμένα
δώδεκα χρόνια άρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.

Και βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκιάστε μ' ωριό κιβούρι
να ναι πλατύ για τάρματα, μακρύ για το κοντάρι.
Και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παραθύρι,
να μπαίνη ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ,
να μπανοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε.

Μπορεί η μέρα αυτή για του λάτρεις της ιστορικής ακρίβειας και σαν ημερομηνία να μην έχει κάποια αξία αφού ως γνωστόν η επανάσταση δεν ξεκίνησε εκείνη την ημέρα. Ως παραδοσιοκράτες και εραστές της συμβολικής όμως εκτίμησης, δεν μπορούμε παρά να βροντοφωνάξουμε μέσα στις σκοτεινές και βέβηλες εποχές που ζούμε :

ΖΗΤΩ Η 25Η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821.

Δεν θέλουν όμως τετριμμένα και κούφια λόγια οι ήρωες αυτοί για να τους τιμήσουμε, μόνο τραγούδια της κλεφτουριάς και κυκλικούς αργόσυρτους περήφανους χορούς και ίσως έτσι να τους νιώσουμε και να κάνουμε το πρώτο βήμα ενός δύσκολου χρέους.

"Για φάτε, πιέτε, βρε παιδιά, χαρήτε, να χαρούμε
τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος το ξέρει,
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για 'ς άλλον κόσμο πάμε,

ας κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχή μας..."


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου